πηδηταί

πηδηταί
πηδητής
leaper
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηδητής — ο, ΝΑ [πηδώ] αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά νεοελλ. ζωολ. νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις τής κεντρικής και τής νότιας Αφρικής αρχ. χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”